- αξόμπλιαστος
- η , ο1) невышитый; 2) перен. не подвергшийся злословию, не вызвавший сплетен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αξόμπλιαστος — η, ο [ξομπλιάζω] 1. αυτός που δεν τον διακόσμησαν, ακέντητος 2. μτφ. όποιος δεν κακολογήθηκε, δεν κουτσομπολεύθηκε … Dictionary of Greek
αξόμπλιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει ξόμπλια, κεντίδια, ακέντητος, αποίκιλτος: Το φόρεμα ήταν καλοραμμένο, αλλά αξόμπλιαστο. 2. ακουτσομπόλευτος, ακακολόγητος: Όταν βρίσκονταν οι δυο τους δεν άφηναν άνθρωπο αξόμπλιαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)